Παρασκευή 22 Αυγούστου 2008

Ο ιερωμένος, η δεξίωση και η πράσινη (χαρτοπαιχτική) τσόχα.

http://www.simple-talk.com/blogbits/philf/beforeTelly.jpg
Κάποτε, λέει, σε μια δεξίωση («επώνυμων» που λένε) όπου ήταν καλεσμένος και ένας ιερωμένος διανοούμενος, κάποιοι σε μια στιγμή αποφάσισαν να παίξουν χαρτιά (να παίξουν, όχι και να «τα ρίξουν», αρχικά τουλάχιστον...), θέλοντας δε να κάνουν «πνεύμα» εις βάρος του ιερωμένου και να τον φέρουν σε δύσκολη θέση (οι «επώνυμοι» ε;) τον κάλεσαν επιδεικτικά να... παίξει μαζί τους!

Εκείνος, αντιλήφθηκε την παγίδα, και δεν έχασε την ψυχραιμία του (δεν τους έκανε το χατίρι...) και... (προσποιήθηκε ότι) αποδέχτηκε την πρόσκληση, προς μεγαλύτερη χαρά των χαρτοπαικτών που φαντάστηκαν ότι «έβγαλαν λαγό» και θα έχουν να λένε για την... κατάντια της Εκκλησίας (αλλά βιάστηκαν να χαρούν)!..

...Ο ιερωμένος λοιπόν, πλησίασε το στρογγυλό τραπέζι με την πράσινη τσόχα, όπου τον περίμεναν με ανυπομονησία να κάτσει μαζί τους οι παίκτες, έτοιμοι να μοιράσουν τα φύλλα. Τότε λοιπόν τους είπε: «Ας προσευχηθούμε αγαπητοί μου, ώστε να έχουμε ένα καλό τίμιο και ευχάριστο παιχνίδι!».
Οι άλλοι αντέδρασαν αμέσως σαν να τους χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα... «Μα τι λες παπά μου», του απάντησε οργισμένος κάποιος εξ ονόματος όλων, «πού ακούστηκε, προσευχή για την χαρτοπαιξία;».
Ε, τότε, απάντησε ι ιερωμένος, σε κάτι που πρέπει να είναι «έξω» ο Θεός, δεν μπορώ να είμαι εγώ «μέσα». Χαίρετε!..

http://www.agiooros.net/modules/Forums/images/avatars/gallery/Anastasis-pAnt02_photocopy_sm.jpg

1 σχόλιο:

P. MICHALOPOULOS είπε...

Ένα πιστό παιδί, μέλος των χριστιανικών ομάδων και μαθητής του κατηχητικού, τα καλοκαίρια που δεν είχε σχολείο, δούλευε σαν γκαρσόνι σε ένα καφενείο - ουζερί της γειτονιάς του.

Ένα πρωί, λοιπόν, μπήκε στο μαγαζί για καφέ, να διαβάσει και την εφημερίδα, αλλά και για να αμπελο - φιλοσοφήσει, και ένας άθεος παππούς ο οποίος κάποια στιγμή ακούστηκε σ’ όλο το μαγαζί, να λέει δυνατά και θριαμβευτικά, στην παρέα:
«Εγώ ρε σεις, έζησα πολλά χρόνια, άκουσαν πολλά τα αυτιά μου, είδαν πολλά τα μάτια μου, και ένα πράγμα κατάλαβα: ότι ούτε Κόλαση υπάρχει, ούτε Παράδεισος υπάρχει!».

Ο νεαρός τότε, τόλμησε να τον πλησιάσει και να κάνει διάλογο μαζί του, μπροστά στη ρεμπελοπαρέα:

- Ώστε έζησες πολλά χρόνια, παππού;

- Εμ, δε με βλέπεις;

- Και άκουσες λες, πολλά;

- Πολλά!

- Και είδαν και πολλά τα μάτια σου;

- Και βέβαια είδαν!

- Και πόσες φορές είπες ότι πέθανες παππού και... κατάλαβες ότι ούτε Κόλαση υπάρχει, ούτε Παράδεισος;