Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Η «Εκκλησία της Ελλάδος», μας πληροφορεί ότι… "από την βασιλομήτωρ Ελένη..."

"Η ύψωση του Τιμίου Σταυρού"
"Το ιστορικό της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού"

Η «Εκκλησία της Ελλάδος», μας πληροφορεί ότι…

Η ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού από την βασιλομήτωρ Ελένη αναφέρεται από πολλούς ιστορικούς της πρωτοβυζαντινής περιόδου (Σωκράτης, Σωζόμενος Θεοδώρητος, Ρουφίνος και Αμβρόσιος). 

Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, ο αυτοκράτωρ Αδριανός είχε οικοδομήσει επί του τάφου του Ιησού Χριστού ειδωλολατρικό ναό αφιερωμένο στην Αφροδίτη. Η Αγία Ελένη γνωρίζοντας αυτήν την παράδοση κατεδάφισε τον ναό και κάτω από τα θεμέλιά του βρήκε τρεις σταυρούς. 

Προκειμένου να διαπιστωθεί ποιός σταυρός ήταν εκείνος του Ιησού Χριστού ο επίσκοπος Ιεροσολύμων ακούμπησε το σώμα μίας ευσεβέστατης νεκρής γυναίκας διαδοχικά και με τους τρεις σταυρούς. Μόλις το νεκρό σώμα της γυναίκας ακούμπησε τον Τίμιο Σταυρό αναστήθηκε. 

Την επομένη, την 14η Σεπτεμβρίου του 335 έγινε η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού εντός του ναού και σε περιφανές μέρος για να μπορούν να τον δουν και να τον προσκυνήσουν όλοι οι περιχαρείς πιστοί.

Τρεις αιώνες μετά, ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος ύψωσε για δεύτερη φορά τον Τίμιο Σταυρό, τον οποίο επανέφερε στα χέρια των Ορθοδόξων μετά από 14 χρόνια κατοχής του από τους Πέρσες. 


3 σχόλια:

P. MICHALOPOULOS είπε...

η βασιλομήτωρ, της βασιλομήτορος, την βασιλομήτορα ...

Ανώνυμος είπε...

Το πρόβλημα δεν είναι αν την εύρεση την αναφέρουν ιστορικοί. Το πρόβλημα είναι αν την αναφέρουν Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Και εδώ ανακύπτει το ερώτημα. Γιατί κανείς δεν την αναφέρει; Μάλιστα ορισμένοι Πατέρες υποστηρίζουν τα αντίθετα:

O πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Ευσέβιος Καισαρείας, γράφοντας το 335 και εγκωμιάζοντας υπερβολικά τον Μ. Κωνσταντίνο και την μητέρα του, ως ο επίσημος βιογράφος των, δεν αναφέρει πουθενά ότι εκείνη βρήκε τον Σταυρό, ενώ κάνει λόγο για τους ναούς που ίδρυσε (της Γέννησης στη Βηθλεέμ, της Ανάληψης στο όρος των Ελαιών) και για τα άλλα έργα ευποιίας της και μάλιστα όταν, γηραλέα πλέον (το 332) «ήκεν σπεύδουσα νεανικώς η πρέσβυς» στα Ιεροσόλυμα (Ευσεβίου Καισαρείας: Εις τον βίον Κωνσταντίνου, ΒΕΠΕΣ, τ. 24, XLI, σελ. 160)

Επομένως, ο πλέον ενήμερος Ευσέβιος αγνοεί τα περί ανασκαφών της βασιλομήτορας. Ήταν όμως ποτέ δυνατόν, εάν συνέβη ένα τέτοιο γεγονός, τόσο τιμητικό για την Αυγούστα, να μην το αναφέρει και μάλιστα εγκωμιαστικά; Αλλά και ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Κύριλλος (350-386), ενώ μας γνωστοποιεί στις Κατηχήσεις του (350) την εύρεση του Σταυρού, τον οποίον μπορεί κανείς να δει («το ξύλον το άγιον του σταυρού μαρτυρεί μέχρι σήμερον παρ’ ημίν φαινόμενον», ΒΕΠΕΣ, τ. 39, Κατήχ. 10η, σελ. 126), όμως αγνοεί πως και από ποιόν βρέθηκε. Σε επιστολή του δε προς τον γιο του Μ. Κωνσταντίνου, αυτοκράτορα Κωνστάντιο (αρειανό το φρόνημα) αναφέρει: «επί..... Κωνσταντίνου του σου πατρός το σωτήριον του σταυρού ξύλον εν Ιεροσολύμοις ηύρηται». Επομένως βρέθηκε «επί Μ. Κωνσταντίνου», αλλ’ όχι «υπό Μ. Κωνσταντίνου».

Αλλά και η αγία Μελάνη, η οποία παρευρέθηκε στην τελετή του Σταυρού στα Ιεροσόλυμα τις ημέρες του Πάσχα του 398 (και αφηγείται σχετικώς στον επίσκοπο Νόλης Παυλίνο, P.L. τ. LI, στ. 329) δεν αναφέρει την εύρεση του Σταυρού από την Αυγούστα.

Είναι περίεργο, ότι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας που έζησαν τον 4ο αιώνα και κοιμήθηκαν περί το τέλος του, δηλ: ο Μ. Αθανάσιος (+373), ο Μ. Βασίλειος (+379), ο Γρηγόριος Θεολόγος (+390), ο Γρηγόριος Νύσσης (+394) και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (+407), ενώ έγραψαν ομιλίες και εγκώμια για τον Τ. Σταυρό, όμως δεν αναφέρουν, ότι η εύρεση οφείλεται στην αγία Ελένη, ενώ τότε, ως φαίνεται, είχε αρχίσει να διαδίδεται το πράγμα.

Ο Χρυσόστομος πιστεύει, ότι ο αληθινός Σταυρός του Ιησού δεν υπάρχει επί της γης, επειδή τον πήρε στον ουρανό ο Χριστός, ως το τρόπαιό του κατά του διαβόλου και του θανάτου και, μαζί με αυτόν θα έλθει κατά τη δευτέρα Παρουσία: «ουκ’ αφήκεν αυτόν (σταυρόν) είναι επί της γης, αλλά ανέσπασεν αυτόν και εις τον ουρανόν ανήγαγεν. Πόθεν τούτο δήλον; Επειδή μετ΄ αυτού μέλλει έρχεσθαι εν τη δευτέρα και ενδόξω αυτού παρουσία» (Ιω. Χρυσοστόμου, ομιλία «εις τον Σταυρόν και εις τον ληστήν» PG τόμ. 49, Α΄ ομιλία, στ. 404 και Β΄ ομιλία, στ. 413).

Κάπως ανάλογο χωρίο υπάρχει στην 13η κατήχηση του αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων (ο.π. σελ. 170), όπως και στο λόγο: «Εις τον Σταυρόν και την δευτέραν Παρουσίαν» του αγίου Εφραίμ του Σύρου (306-373). Τα χωρία αυτών δεν διευκρινίζουν, αν ο Σταυρός βρίσκεται στον ουρανό, όπως διασαφηνίζει ο Χρυσόστομος ή αν «σταυρού τύπος» θα εμφανιστεί κατά την Β΄ Παρουσία.

Η παράδοση για την εύρεση του Σταυρού από την αγία Ελένη, δημιουργήθηκε από το 395, όπου την γνωρίζουν: οι ιστορικοί Σωκράτης, Σωζόμενος και Θεοδώρητος, στη Δύση δε στις αρχές του 5ου αιώνα, οι: Ιερώνυμος, Ρουφίνος, Παυλίνος της Νόλα και Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ο οποίος αναφέρει ότι ο Σταυρός βεβαιώθηκε από την επ’ αυτού επιγραφή του Πιλάτου.

ΙΚ

P. MICHALOPOULOS είπε...

Ευχαριστούμε θερμά, που… επετειακά, πια, μας τα είπατε, και πάλι, αγαπητέ μας κ. Καρδάση!