Η εισαγγελία στο Κρασνοντάρ, στη Νοτιοδυτική Ρωσία, ανακοίνωσε ότι το απίστευτο περιστατικό συνέβη περίπου στη 01:00 τα ξημερώματα της Τρίτης, στο σπίτι της οικογένειας, στην πόλη Τουπσέ.
Ο 14χρονος επιτέθηκε με το τσεκούρι στον πατέρα του, ενώ αυτός κοιμόταν. Η μητέρα του νεαρού, τρομαγμένη από την άγρια δολοφονία του συζύγου της, παρέδωσε την κονσόλα στο παιδί της, που χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει τι είχε κάνει, είχε την ψυχραιμία να παίξει κάποιες ώρες, πριν να πάει να κοιμηθεί!
Τότε, η σοκαρισμένη γυναίκα βρήκε την ευκαιρία να καλέσει την αστυνομία.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση των Αρχών, ο νεαρός είχε συμπληρώσει μία εβδομάδα με δεκάδες ώρες παιχνιδιού κάθε μέρα στην κονσόλα.
www.zougla.gr
ΣΧΕΤΙΚΑ:
Πέμπτη, 26 Νοεμβρίου 2009
Τ’ ακούς Παναγιώτη; Άκου τα, και μη μιλάς, διότι υπάρχουν και χειρότερα!..
Τρίτη, 03 Νοεμβρίου 2009
Βγάζει τρελό τον πατέρα της, γιατί τη συμβουλεύει να κόψει τα ναρκωτικά!
ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΙ ΑΥΤΟ:
Σάββατο, 23 Αυγούστου 2008
Μια φορά και έναν καιρό...
«ΑΚΟΥΣΑ» ΜΙΑ ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (ΦΟΒΕΡΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΔΡΑΚΟΥΣ):
Δρομοκαΐτειο, δυο χρόνια πριν...
«Μια φορά και έναν καιρό», ήταν (και είναι) ένας άνθρωπος.
Σχετικά με τα οικονομικά του, ήταν από έφηβος πολύ συντηρητικός, από όταν ξεκίνησε να εργάζεται με βιβλιάριο ανηλίκων του ΙΚΑ σε εργοστάσιο. Όπως παραλάμβανε το φακελάκι με το βδομαδιάτικο, έτσι σφραγισμένο το παρέδιδε στη χήρα και ηλικιωμένη μητέρα του που εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτόν.
Εργαζόμενος και σπουδαστής έβγαλε δυο τεχνικές σχολές από τέσσερα χρόνια η κάθε μια, και ήταν ο πρώτος μαθητής (του βαθμού 20) και στα οκτώ αυτά χρόνια. Οι δρόμοι που ήξερε ήταν η εργασία, το σχολείο, η εκκλησία, και το σπίτι.
Σαν χριστιανός λοιπόν αναζητούσε μια χριστιανή σύζυγο και ως τέτοια του παρουσιάστηκε η Ε.... Β....... Έτσι, τα χρήματα του πλέον (πολλαπλάσια του δικού της μισθού) τα κατέθετε πλέον σε εκείνη. Χρηματοδότησε αρχικά την οικοδομή της σε κτήμα της στο χωριό της, έδωσε μετά και ό,τι είχε και δεν είχε για να αγοραστεί («γονική παροχή») στην κόρη τους εξοχικό στο οποίο ξόδεψε επτά περίπου χρόνια σε σκληρή προσωπική εργασία για την πλήρη αναμόρφωση του, και το έκανε πραγματικά αγνώριστο (σωστή βιλίτσα) με τα χρήματα που έπαιρνε (κοντά 600.000 δραχμές) εργαζόμενος σε ξένη κατασκευαστική εταιρία στην κατασκευή αεροδρομίου.
Όταν δε ολοκληρώθηκε το έργο και τους απέλυσαν λάβανε μεγάλα ποσά σαν αποζημίωση τα οποία κατέθεσε μέχρι δεκάρας για οικοδομή (ο σκελετός δυο ακόμη ορόφων) πάνω από την ισόγειο κατοικία του, και τόπο διαμονής τους, διότι αυτή ήταν η επιθυμία και η πίεση προς αυτόν από την σύζυγο σαν «το καλύτερο δώρο για τα παιδιά» τους.
Ακολούθησε περίοδος ανεργίας κατά την οποία η σύζυγός του τον απαξίωνε συστηματικά στα παιδιά (στο γιο τους και στην κόρη τους) που ήταν πλέον στην εφηβεία, τον χλεύαζε για την χριστιανική του ιδιότητα και προσεταιρίστηκε προς τούτο και τα παιδιά. Τον αποκαλούσαν αγράμματο και η σύζυγος καμάρωνε λέγοντας ότι ο γιος τους (τελειόφοιτος του γυμνασίου τότε) όταν μεγαλώσει δεν θα είναι του δικού του «χαμηλού» επιπέδου αλλά θα γίνει ηλεκτρονικός και θα κερδίζει 6.000.000 δραχμές!
Δεν τολμούσε να κάνει παρατήρηση σαν πατέρας στα παιδιά, και η σύζυγος έσπευδε να δημαγωγήσει υποστηρίζοντας τα τάχα, όπως (για παράδειγμα) στην περίπτωση που συνιστούσε στον γιο του Π... να μη ξενυχτάει κλεισμένος στο δωμάτιο του στο κομπιούτερ (ήταν πρώτη λυκείου πια), οπότε σαν αντίδραση έφαγε την πρώτη κλωτσιά από το γιο του ενώ η σύζυγος χαιρόταν και δήλωνε ότι έφτασε επιτέλους (τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά) η στιγμή να πάρουν τα όπλα εναντίον του! (Γιος: «σε όλα τα σπίτια νοικιάζουν τσόντες και βλέπουν. Γιατί όχι και εμείς;»
Η απαξίωση συνεχίστηκε ακόμα και όταν έπιασε πάλι δουλειά στην μελέτη και σχεδίαση μηχανημάτων σε εργοστάσιο ξένης εταιρίας. Η μανία δε της συζύγου να μη του αφήνει δεκάρα, έφτασε στο σημείο να τον φέρει σε απόγνωση (από την σκηνή που του δημιούργησε) επειδή έδωσε μια φορά 5 ευρώ για να αγοράσει ένα γλαστράκι με βασιλικό για να τον φυτέψει στο εξοχικό της κόρης τους...
Παράλληλα, εκείνη, ξόδευε αλόγιστα χρήματα σε δικηγόρους που φανερά την ενέπαιζαν σε διαμάχη που είχε με τα αδέλφια της... Σε παρατήρηση του ότι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση (χρησιμοποίηση των παιδιών, ψυχολογικός πόλεμος, απαξίωση, και κατασπατάληση χρημάτων), θα τον αναγκάσει να παραιτηθεί από την εργασία του (στην οποία με αυτά και με αυτά δεν μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί πλήρως), η σύζυγος του απάντησε ότι δεν την ενδιαφέρει διότι εκείνη έχει χρήματα από τη σύνταξη της (πρόωρη λόγω μητρότητας, με 15 χρόνια υπηρεσίας), από ένα διαμέρισμα που νοικιάζει, και κληρονομιά από τα κτήματα της μακαρίτισσας της μητέρας της στο χωριό.
Στο ίδιο παρατράγουδο και τα παιδιά που τον απειλούσαν ότι δεν πρέπει να μιλάει διότι λέει γέρασε, ότι τους έχει ανάγκη, και ότι θα θέλει να του πάρουν φάρμακα όταν αρρωστήσει αλλά αυτοί τότε από εκδίκηση θα τον αγνοούν, και ότι του αξίζει να καταντήσει ζητιάνος κάτι που θα χαίρονταν να το δούνε! Ο γιος τους μάλιστα δήλωσε ότι κάτι τέτοιο (το «να καταντήσει ζητιάνος») το ποθεί περισσότερο και από το πτυχίο του!..
Η παραίτηση του από την εργασία του ήταν πλέον αναπόφευκτη. Την χαρακτήρισε επαγγελματική αυτοκτονία αφού ήθελε ένα χρόνο ακόμα να εργαστεί για να συμπληρώσει τα ένσημα για συνταξιοδότηση. Ήταν τότε (φθινόπωρο του 2003) που η υπάλληλος της πολεοδομίας (η μακαρίτισσα) Ρουμπίνη Μπαβέα είχε πηδήσει στον γκρεμό για άλλους λόγους δηλαδή από επαγγελματική ψυχολογική πίεση που αυτή δεχόταν.
Έμεινε τότε, χωρίς να έχει ούτε ένα ευρώ. Η «οικογένεια» του έγινε τότε ακόμα πιο σκληρή προς αυτόν, τότε που ήθελε μια συμπαράσταση ώστε ανανεωμένος να αναζητήσει νέα εργασία: Η σύζυγος έπαψε οριστικά να κοιμάται και να τρώει μαζί του (ενώ τελευταία του έκανε πότε πότε και αυτήν την χάρη). Μετακόμισε στο δωμάτιο της κόρης τους, και έκανε τσιμπούσια με μεζεδάκια και με μπίρες με τα παιδιά τους στο δωμάτιο του (τελειόφοιτου λυκείου πλέον γιου τους) αγνοώντας αν ζει ή αν πεθαίνει ο σύζυγος της, στο τρίτο δωμάτιο του σπιτιού όπου τον είχαν απομονωμένο.
Ήρθε και το καλοκαίρι (2004), και αναχώρησε (η γυναίκα με την κόρη και το γιο) για το εξοχικό «τους», και τον παράτησαν σύξυλο στο σπίτι, με το αιτιολογικό ότι είναι γέρος, και ότι γι αυτό δεν θα μπορεί να ακολουθήσει τους δικούς τους ρυθμούς ζωής εκεί στις διακοπές.
Προβληματική ήταν και η επικοινωνία του μαζί τους στην προσπάθεια του να μαθαίνει νέα τους διότι γύριζαν σπίτι πολύ αργά μετά τα μεσάνυχτα (17 χρονών ο γιος και 14 η κόρη) οπότε και δεν απαντούσαν στα τηλεφωνήματα του.
Την ιδία πολιτική συνέχισε και η σύζυγος του όταν επέστρεψαν: έρχονταν φίλες της στο σπίτι (από οικογένειες κοινών γνωστών τους) και τον έδιωχνε από το δωμάτιο ή από την βεράντα λέγοντας του ότι δεν τον αφορά η κουβέντα τους. Τα βράδια δε (ήταν καλοκαίρι ακόμα) γύριζαν πολλές φορές σπίτι (του μαγκούφη), μετά τις δυο τη νύχτα.
Μετά, έκανε αίτηση για να συνταξιοδοτηθεί, διότι η κατάσταση αυτή δεν του εξασφάλιζε την κατάλληλη ηρεμία για να εργαστεί.
Δεν είχε όμως η σύζυγος την υπομονή να βγει η σχετική απόφαση, και άρχισε τους εκβιασμούς σύμφωνα με τους οποίους για να δικαιούται ένα πιάτο φαγητό από την κατσαρόλα της έπρεπε να γράψει το σπίτι (το ισόγειο που μένανε και την ημιτελή διώροφη οικοδομή) στα παιδιά, στα οποία συνέχιζε να τον διαβάλλει ότι δεν ενδιαφέρεται για την αποκατάσταση τους (μαθήτρια γυμνασίου πλέον η κόρης, και πρωτοετής φοιτητής ο γιος). Και η πίεση ήταν συνεχής, καθημερινή, με σκοπό να τον φέρουν σε πλήρη απόγνωση. Δημιουργούσαν σκηνές για να τον αναγκάσουν να βγει από τα όρια του και να τον εκθέσουν. Έτρωγε κυριολεκτικά (εκτός από πικρό ψωμί) ΚΑΙ ξύλο (και σωματικό εκτός από το ψυχικό «ξύλο»).
Μια αφορμή σκηνής μπορεί να ήταν ακόμα και το ψωμί που έφαγε μια μέρα χωρίς να τους ρωτήσει. Μια από τις λίγες φορές που τα κατάφερε ήταν όταν μια μέρα πήρε από το κοφίνι με τις πατάτες τους, δυο τρεις πατάτες για να κάνει μια τηγανιά και «του ρίχτηκαν» ότι τους ξοδεύει! Απελπισμένος τότε έριξε το τηγάνι κάτω (εκείνοι ήταν έξω από την κουζίνα) τιμωρώντας έτσι τον εαυτό του να μείνει νηστικός. Η σύζυγος τότε πήγε στην αστυνομία (όπως έμαθε πολύ αργότερα) και τον κατηγόρησε ότι της πέταξε το τηγάνι με το λάδι για να την κάψει...
Πέρασε καιρός από τότε, φτάσαμε στην άνοιξη του 2005, όταν η σύζυγος επέστρεψε σπίτι από μια δουλειά της σε ένα σπίτι όπου τσακώθηκε (έκανε την μπέιμπυ σίτερ, και τη διώξανε).
Γύρισε στο σπίτι (νωρίς το πρωί, αφού πήγε και την απολύσανε) γύρισε λοιπόν νευριασμένη, νευρίασε ακόμα περισσότερο που είδε τον σύζυγο της χαρούμενο και γαλήνιο διότι άκουγε κάτι χριστιανικά τραγούδια, και μετά από λίγη ώρα βλέπει ο μέχρι τότε ειρηνευμένος άνθρωπος, βλέπει να ανοίγει με ορμή η πόρτα του δωματίου του και να μπαίνει μέσα ένας αγριεμένος αστυνομικός τον οποίον είχε φέρει η σύζυγος του (για να εκδικηθεί αυτόν για το περιστατικό που είχε στο σπίτι εκείνο), ένας φουριόζος αστυνομικός λοιπόν, με εισαγγελική εντολή, για να τον πάει στο ψυχιατρείο, διότι η σύζυγος με διάφορα ψέματα είχε καταφέρει να πείσει ότι είναι επικίνδυνος στο σπίτι. Στο σπίτι στο οποίο έτρωγε και από το γιο του ξύλο (το γιο που φοβόταν μήπως τον αποκληρώσει), στο σπίτι που παρά τις πιέσεις και τις απειλές τους δεν υπέκυπτε για να τους το γράψει!..
Ακολούθησε η επί ένα και μισό περίπου μήνα παραμονή του στο ίδρυμα που τον πήγαν (ήταν εκεί και τη Μεγάλη Εβδομάδα, αν λέει κάτι αυτό σαν συμβολισμός), από το οποίο δεν μπορούσαν να του δώσουν εξιτήριο νωρίτερα (τα τεστ ήταν εντάξει) διότι, όπως του έλεγαν οι ψυχολόγοι εκεί, τους έδενε τα χέρια, η εισαγωγή του με εισαγγελική εντολή... Του έδιναν όμως πολύ τακτικά άδειες.
Ειδοποιήθηκε λοιπόν η σύζυγος για το εξιτήριο του η οποία στενοχωρήθηκε πολύ (αλώνιζαν στο μεταξύ στο σπίτι, και είχαν κέρδος από το φαγητό του), στενοχωρήθηκε που θα ήταν και πάλι πλήρως ελεύθερος, και παρά το ότι ο γιατρός που τον είχε «χρεωθεί» την διαβεβαίωνε ότι είναι μια χαρά, εκείνη (ξαφνιασμένη από την σύντομη σχετικά απελευθέρωση του) τον παρακαλούσε να δώσει ένα εξιτήριο που να λέει ότι δεν είναι καλά ώστε να διεκδικήσει με αυτό μια πρόωρη (αναπηρική του) σύνταξη!!!.. Αλλά ο γιατρός δεν της έκανε τη χάρη να παίξει το τρελό αυτό παιχνίδι της.
Σε ένα χρόνο από τότε, η αίτηση του για συνταξιοδότηση (κανονική με 10.000 ένσημα) έγινε δεκτή από το ΙΚΑ το οποίο επίσπευσε τις διαδικασίες μετά από σχετική έκκληση του στην οποία διεκτραγωδούσε το μαρτύριο του: Ξύλο (ψυχικό κυρίως, καθημερινό), και πείνα (την μπουκιά από το στόμα, του έπαιρναν), αλλά και διωγμός αφού του έλεγαν να φύγει από το σπίτι διότι το δωμάτιο του θέλει να το κάνει γραφείο της η κόρη...
Στην αρχή λοιπόν του καλοκαιριού αυτού (2007) άρχισε η συνταξιοδότηση του και τότε η σύζυγος προθυμοποιήθηκε να τον πάρει μαζί της στις διακοπές, της οικογένειας «της», μια που τώρα θα μπορούσε να πληρώνει όλα τα έξοδα.
Είχε ήδη γλυκαθεί από την απλοχεριά του («τι κουβαρντάς που είσαι, άντρα μου», του έλεγε) όταν μέσα σε δυο μήνες ξόδεψε στο σπίτι όλα τα αναδρομικά (πέντε μηνών) που είχε πάρει από το ΙΚΑ. Τα δε χαρτονομίσματα των 50 ευρώ που τους έδινε, τα έπαιρναν σαν στραγάλια. Τους έδωσε χρήματα να πάρουν το καλύτερο ψυγείο, αλλά χρήματα και για κλιματιστικό στα δωμάτια τους για τον επερχόμενο καύσωνα.
Μια μέρα ο γιος, ο Π..., του είπε και μια «καλημέρα», και ο πατέρας, από τη χαρά του, του αγόραζε ό,τι του ζητούσε, όπως μια επίπεδη μεγάλη οθόνη για να βλέπει καλύτερα τις ταινίες που συνέχεια (!!!) κατέβαζε από το Ίντερνετ, αλλά και άλλα πολλά δώρα του έκανε. Τους έβγαζε δε και έξω για τραπέζωμα.
Στην σύζυγο δε, έδωσε χρήματα να πληρώσει όλους τους λογαριασμούς που χρωστούσε, αλλά όπως έμαθε μετά δεν τους εξόφλησε όλους (έκανε «μπάζα»), και σε κάποια φάση, του ζητούσε ξανά και ξανά χρήματα για το λόγο αυτό.
Στο μεταξύ, αυτός ξόδεψε κάποια χρήματα για να ζήσει πιο άνετα, να φάει ένα φαγητό της προκοπής, αλλά και σε γιατρούς (οδοντιάτρους, ορθοπεδικούς, και ρευματολόγους) διότι είχε παραμελήσει πολύ την υγεία του τον τελευταίο καιρό ως «σταυρωμένος» από την ιδία του την οικογένεια.
Αυτό (να έχει και αυτός χρήματα για προσωπικά του έξοδα) δεν άρεσε στη σύζυγο (θυμήθηκε τον παλιό «καλό» εαυτό της, από τότε με το γλαστράκι του βασιλικού) και άρχισε πάλι τις σκηνές, διαμαρτυρόμενη ότι θέλει περισσότερα χρήματα από αυτόν για την οικογένεια «της» με την οποία εξακολουθούσε να... «συζεί» στα άλλα δωμάτια του σπιτιού, μακριά του - χωρισμένη - στην ουσία (αν και δίπλα του, τοπικά).
Της πρότεινε τότε, να πληρώνει τα μισά από τους λογαριασμούς του σπιτιού, (ήδη από την αρχή του καλοκαιριού δεν έτρωγε από το φαγητό της μια και δεν το επιθυμούσε η σύζυγος, και επιβαρυνόταν ο ίδιος να ψωνίζει και να μαγειρεύει), αλλά η σύζυγος μαινόμενη του απάντησε ότι τα θέλει όλα, και ότι θα τον πάει στον εισαγγελέα για να διεκδικήσει όλη τη σύνταξη του, διότι έχει λέει πολλά έξοδα και δεν τις φτάνουν τα δικά της περιουσιακά στοιχεία (το ενοίκιο που εισπράττει, η σύνταξη της, οι μεγάλες εκτάσεις στο νησί της, αυτές που κληρονόμησε, κ.λπ.), διότι στο μεταξύ αγόρασε και αυτοκίνητο στον κανακάρη της ο οποίος είχε δηλώσει ότι χωρίς Ι.Χ. δεν αξίζει να πηγαίνει στη σχολή του, τόσο μακριά που είναι στον... ίδιο νομό!!!..
(Από το εξαφανισμένο ιστολόγιο μου, τα "χαιρετίσματα")
http://oikogeneiakos.blogspot.com/2008/08/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου