Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς, που επελήφθη του ανακριτικού πορίσματος του σ. μητροπολίτη Καρυστίας εναντίον του ήδη αμετακλήτως καταδίκου σε εξαετή κάθειρξη π. μητροπολίτη Αττικής, από καιρού εγκλείστου στις φυλακές Κορυδαλλού, φέρεται να εξέδωσε κατά πλειοψηφία (7-5) απόφαση, η οποία όμως, κατά τους θεμελιακούς κανόνες της ελληνικής έννομης τάξης, είναι ανυπόστατη, για τους ακόλουθους λόγους:
- Πρώτον, επειδή, κατά το άρθρο 146 ν. 5383/1932, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς μόνον «ητιολογημένως» έχει εξουσία να αποφανθεί «ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορίαν και να αναστείλει πάσαν περαιτέρω καταδίωξιν». Αν δε τυχόν το Δικαστήριο τον απαλλάξει δίχως τεκμηριωμένη αιτιολογία, η απόφασή του είναι παράνομη και ανυπόστατη, καθώς, ως απόφαση Δικαστηρίου της ελληνικής έννομης τάξης, είναι αντίθετη στο άρθρο 93 §3 του Συντάγματος που επιτάσσει: «κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη». Και είναι μεν αλήθεια ότι, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 της Πολιτικής Δικονομίας, η δικαστική απόφαση που δεν έχει καθόλου αιτιολογίες φέρεται και ως δεκτική προσβολής με αναιρετική αίτηση. Ομως, κατά το εδάφιο β' της § 1 του άρθρου 313 Πολ.Δ., η δικαστική απόφαση είναι ανύπαρκτη, αν εκδόθηκε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας. Τόσο δε κατά το άρθρο 93 § 3 του Συντάγματος όσο και κατά το άρθρο 146 § 1 ν. 5383/1932, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς έχει δικαιοδοσία ν' αποφανθεί ότι δεν υπάρχει αφορμή προς κατηγορία αποκλειστικώς και μόνο «ητιολογημένως». Διαφορετικά, αποφαίνεται καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, έτσι που η απόφασή του ν' αποβαίνει ανυπόστατη.
Η απόφαση του Πρωτοβάθμιου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου είναι προδήλως ανυπόστατη ως αναιτιολόγητη, αφού, κατά τη συνεδρίασή του, δεν αναγνώστηκαν ούτε με άλλον τρόπο εξετάστηκαν, έστω και αποσπασματικώς, τα πρακτικά της συνεδρίασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, μήτε η ήδη αμετάκλητη καταδικαστική απόφασή του. Η φερόμενη ως πλειοψηφία των επτά μελών του Πρωτοβάθμιου για τους Αρχιερείς Δικαστηρίου περιορίστηκε να χαρακτηρίσει τις εκκρεμείς κατηγορίες ως προϊόν συκοφαντιών, δίχως καμιάν αιτιολογία, που να ανατρέπει το υλικό είτε της ανάκρισης του σ. μητροπολίτη Καρυστίας είτε των δύο δικών ενώπιον του Τριμελούς και του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, των οποίων οι αποφάσεις και τα πρακτικά συνεδρίασης δεν αναγνώστηκαν.
Ακόμη και ο κατηγορούμενος δεν αποπειράθηκε να εξειδικεύσει ποιες συγκεκριμένες μαρτυρίες ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων ήταν τάχα προϊόν σκευωρίας. Και πολύ περισσότερο, δεν αποτόλμησε να ζητήσει την ποινική δίωξη, ως ψευδομαρτύρων, εκείνων των συγκεκριμένων προσώπων, στων οποίων τις ένορκες καταθέσεις στηρίχθηκαν τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια.
Εξ άλλου, δεύτερον, είναι ανυπόστατη η προαναφερόμενη απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για τους Αρχιερείς, επειδή, αμέσως μετά την έκδοσή της, ο σ. μητροπολίτης Λαρίσης Ιγνάτιος, μέλος αυτού του Δικαστηρίου, που είχε ψηφίσει υπέρ της απαλλαγής του κατηγορουμένου, με επίσημο έγγραφό του προς την Ιερά Σύνοδο δήλωσε ότι παραπλανήθηκε και ζήτησε συγγνώμη για την αμαρτωλή αθωωτική ψήφο που παρασύρθηκε και απερισκέπτως έδωσε. Ομως αυτή η δήλωση μεταμέλειας, πριν ακόμη συμπληρωθεί εικοσιτετράωρο μετά την ψηφοφορία, κάνει φανερό ότι οι συνθήκες της ψηφοφορίας ήταν τέτοιες, που να μην παρέχουν εγγύηση αμερόληπτης και υπεύθυνης τοποθέτησης των δικαστών που ψήφισαν. Και φυσικά, ένα τέτοιο κλίμα ψηφοφορίας είναι ξένο προς τη δικαιική τάξη κάθε ευρωπαϊκού κράτους, το οποίο οφείλει να λειτουργεί κατά τους ορισμούς του άρθρου 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που κατοχυρώνει τη θεμελιακή δικαιική αρχή της έντιμης δίκης (fair trial).
Μια δικονομικώς ανυπόστατη απόφαση δεν μπορεί λοιπόν να προβληματίζει. Δεν μπορεί να είναι ούτε αντικείμενο έφεσης ενώπιον του Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς εκείνο λειτουργεί ως προπύργιο και των δικαιικών αρχών που μας κληροδότησαν οι αιώνες. Συνακόλουθα, κανένας δισταγμός δεν δικαιολογείται για τη συμμόρφωση με το άρθρο 160 § 1 ν. 5383/1932, που επιτάσσει την «υπό του αρμοδίου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου καθαίρεσιν του καταδικασθέντος άνευ ετέρας τινός διαδικασίας».
Υστατη, αλλά καθόλου έσχατη υπόμνηση: το προαναφερόμενο άρθρο 160 ν. 5383/1932 ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 158 του ίδιου νόμου, όχι μόνο για τους αρχιερείς, αλλά και για τον έσχατο κληρικό (αρχιμανδρίτη, ιερέα, διάκονο ή μοναχό). Εφόσον οποιουδήποτε βαθμού κληρικός καταδικάστηκε αμετακλήτως από ποινικό δικαστήριο σε κάθειρξη, το κατά περίπτωση αρμόδιο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο έχει υπηρεσιακό καθήκον να προχωρήσει εντός 15 ημερών στην έκδοση διαπιστωτικής πράξης, με την οποία βεβαιώνεται η καθαίρεση του αμετακλήτως καταδικασθέντος από τα ποινικά δικαστήρια, και η εφεξής αυτόματη περιέλευσή του στη θέση του λαϊκού.
Είναι μάταιη λοιπόν η αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης.
Ο νόμος δεν αφήνει καμιάν άλλη διέξοδο, πέραν από την ατιμωτική έξοδο στις τάξεις των λαϊκών. Και, φυσικά, λαϊκοί δεν έχουν δικαίωμα έφεσης στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
www.kostasbeys.gr
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/03/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου