Δεύτερο μεγάλο σημείο, που έδειξε ο Προφήτης Ηλίας, ήταν που προσευχήθηκε κι ήλθε φωτιά από τον ουρανό. Με προσταγή του βασιλέα Αχαάβ, μαζεύτηκαν τετρακόσιοι ειδωλολάτρες ψευτοιερείς, που τους προστάτευε η Ιεζάβελ. Τότε ο προφήτης Ηλίας τους προκάλεσε σ’ ένα διαγωνισμό. Του είπε κι έβαλαν πάνω στο θυσιαστήριο τα ξύλα και το σφάγιο για θυσία, και άρχισαν να τρέχουν γύρω και να φωνάζουν όλη την ήμερα τον ψεύτικο θεό Βάαλ, για να ρίξει φωτιά· «και ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις». Τότε ο Προφήτης τους είπε· «Κάνετε πέρα! Τώρα θα κάνω εγώ τη θυσία μου». Έκανε δικό του θυσιαστήριο, έβαλε κι έβρεξαν καλά τρείς φορές τα ξύλα με νερό κι ύστερα προσευχήθηκε. Έπεσε τότε φωτιά από τον ουρανό κι αναποδογύρισε κι έκαψε ολόκληρο το θυσιαστήριο.
Γ Βασ. 18,21 Ο προφήτης Ηλίας επλησίασεν όλους τους συγκεντρωθέντας εκεί και είπε προς αυτούς· “έως πότε εσείς θα χωλαίνετε και από τα δύο πόδια και θα κλίνετε πότε εδώ και πότε εκεί; Εάν ο Κυριος και Θεός των πατέρων μας είναι αληθινός, ακολουθήσατε αυτόν. Εάν όμως ο Βααλ είναι ο πραγματικός θεός, λατρεύσατε αυτόν”. Ο λαός δεν απήντησε τίποτε εις αυτά.
Γ Βασ. 18,22 καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς τὸν λαόν· ἐγὼ ὑπολέλειμμαι προφήτης τοῦ Κυρίου μονώτατος, καὶ οἱ προφῆται τοῦ Βάαλ τετρακόσιοι καὶ πεντήκοντα ἄνδρες, καὶ οἱ προφῆται τοῦ ἄλσους τετρακόσιοι·
Γ Βασ. 18,22 Ο δε Ηλιού είπε τότε προς τον λαόν· “εγώ έχω απομείνει εδώ εντελώς μόνος προφήτης του Κυρίου. Ενώ οι μεν προφήται του Βααλ είναι τετρακόσιοι και πεντήκοντα, οι δε προφήται του άλσους της Αστάρτης είναι τετρακόσιοι
Γ Βασ. 18,23 δότωσαν ἡμῖν δύο βόας, καὶ ἐκλεξάσθωσαν ἑαυτοῖς τὸν ἕνα καὶ μελισάτωσαν καὶ ἐπιθέτωσαν ἐπὶ τῶν ξύλων καὶ πῦρ μὴ ἐπιθέτωσαν, καὶ ἐγὼ ποιήσω τὸν βοῦν τὸν ἄλλον, καὶ πῦρ οὐ μὴ ἐπιθῶ.
Γ Βασ. 18,23 Ας μας δώσουν δύο βόϊδια και ας εκλέξουν αυτοί ένα βόϊδι, ας το κόψουν εις τεμάχια και ας το επιθέσουν επάνω εις τα ξύλα. Φωτιά όμως να μη ανάψουν. Το ίδιο θα κάμω και εγώ στο βόϊδι το άλλο και δεν θα ανάψω φωτιά επί του θυσιαστηρίου.
Γ Βασ. 18,24 καὶ βοᾶτε ἐν ὀνόματι θεῶν ὑμῶν, καὶ ἐγὼ ἐπικαλέσομαι ἐν τῷ ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου, καὶ ἔσται ὁ θεὸς ὃς ἐὰν ἐπακούσῃ ἐν πυρί, οὗτος Θεός. καὶ ἀπεκρίθησαν πᾶς ὁ λαὸς καὶ εἶπον· καλὸν τὸ ῥῆμα, ὃ ἐλάλησας.
Γ Βασ. 18,24 Σεις, οι ιερείς των ειδώλων, θα φωνάζετε και θα παρακαλήτε τον θεόν σας και εγώ επίσης θα επικαλεσθώ το όνομα Κυρίου του Θεού μου. Εκείνος ο Θεός θα είναι αληθινός και πραγματικός, ο οποίος θα ακούση την προσευχήν και θα στείλη πυρ επάνω στο θυσιαστήριον”. Ολοι οι παριστάμενοι αντιπρόσωποι του λαού, απεκρίθησαν και είπαν· “καλός είναι αυτός ο λόγος, τον οποίον μας είπες ας γίνη έτσι”.
Γ Βασ. 18,25 καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ τοῖς προφήταις τῆς αἰσχύνης· ἐκλέξασθε ἑαυτοῖς τὸν μόσχον τὸν ἕνα καὶ ποιήσατε πρῶτοι, ὅτι πολλοὶ ὑμεῖς, καὶ ἐπικαλέσασθε ἐν ὀνόματι θεοῦ ὑμῶν καὶ πῦρ μὴ ἐπιθῆτε.
Γ Βασ. 18,25 Τοτε ο Ηλίας είπεν στους προφήτας της αισχύνης· “διαλέξετε σεις δια τον εαυτόν σας τον ένα μόσχον και ετοιμάσατό τον σεις πρώτοι, διότι είσθε πολλοί και επικαλεσθήτε το όνομα του θεού σας. Φωτιά όμως να μη θέσετε επάνω στο θυσιαστήριον”.
Γ Βασ. 18,26 καὶ ἔλαβον τὸν μόσχον καὶ ἐποίησαν καὶ ἐπεκαλοῦντο ἐν ὀνόματι τοῦ Βάαλ ἐκ πρωΐθεν ἕως μεσημβρίας καὶ εἶπον· ἐπάκουσον ἡμῶν, ὁ Βάαλ, ἐπάκουσον ἡμῶν· καὶ οὐκ ἦν φωνὴ καὶ οὐκ ἦν ἀκρόασις· καὶ διέτρεχον ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου, οὗ ἐποίησαν.
Γ Βασ. 18,26 Εκείνοι επήραν τον μόσχον, ητοίμασαν αυτόν και επεκαλούντο το όνομα του Βααλ από την πρωίαν έως την μεσημβρίαν και έλεγαν· “ω Βααλ, επάκουσέ μας. Ακουσε την προσευχήν μας, Βααλ” ! Αλλά ο θεός των ούτε τους ήκουσεν ούτε και τους απήντησεν. Εκείνοι δε έτρεχαν γύρω από το θυσιαστήριον, το οποίον κατεσκεύασαν, παρακαλούντες συνεχώς τον Βααλ.
Γ Βασ. 18,27 καὶ ἐγένετο μεσημβρία καὶ ἐμυκτήρισεν αὐτοὺς Ἠλιοὺ ὁ Θεσβίτης καὶ εἶπεν· ἐπικαλεῖσθε ἐν φωνῇ μεγάλῃ, ὅτι θεός ἐστιν, ὅτι ἀδολεσχία αὐτῷ ἐστι, καὶ ἅμα μή ποτε χρηματίζει αὐτός, ἢ μή ποτε καθεύδει αὐτός, καὶ ἐξαναστήσεται.
Γ Βασ. 18,27 Εφθασεν η μεσημβρία, ο δε προφήτης Ηλίας ο Θεσβίτης, ειρωνευόμενος αυτούς, τους είπε· “παρακαλέσατε αυτόν με ακόμη μεγαλυτέραν φωνήν, διότι είναι θεός ! Ισως φλυαρεί κάπου, πιθανόν να ευρίσκεται προς σωματικήν του ανάγκην, δεν αποκλείεται και να κοιμάται. Φωνάξτε, δια να εξυπνήση” !
Γ Βασ. 18,28 καὶ ἐπεκαλοῦντο ἐν φωνῇ μεγάλῃ καὶ κατετέμνοντο κατὰ τὸν ἐθισμὸν αὐτῶν ἐν μαχαίραις καὶ σειρομάσταις ἕως ἐκχύσεως αἵματος ἐπ᾿ αὐτούς·
Γ Βασ. 18,28 Εκείνοι εκαλούσαν τον θεόν των με ακόμη μεγαλυτέραν φωνήν και, κατά την ειδωλολατρικήν των συνήθειαν, κατέκοπτον τον εαυτόν των με μαχαίρας και με αγκαθεράς λόγχας, μέχρις ότου έρρεεν επάνω εις τα σώματά των το αίμα.
Γ Βασ. 18,29 καὶ ἐπροφήτευον ἕως οὗ παρῆλθε τὸ δειλινόν. καὶ ἐγένετο ὡς ὁ καιρὸς τοῦ ἀναβῆναι τὴν θυσίαν καὶ οὐκ ἦν φωνή. καὶ ἐλάλησεν Ἠλιοὺ ὁ Θεσβίτης πρὸς τοὺς προφήτας τῶν προσοχθισμάτων λέγων· μετάστητε ἀπὸ τοῦ νῦν, καὶ ἐγὼ ποιήσω τὸ ὁλοκαύτωμά μου. καὶ μετέστησαν, καὶ ἀπῆλθον.
Γ Βασ. 18,29 Επεκαλούντο τον θεόν και προσηύχοντο, μέχρις ότου ήλθε το δειλινόν, η ώρα δηλαδή κατά την οποίαν προσεφέρετο η απογευματινή θυσία προς τον θεόν. Αλλά καμμία απάντησις δεν εδίδετο εις αυτούς. Ωμίλησε τότε ο Ηλιού ο Θεσβίτης προς τους προφήτας των βδελυρών θεών λέγων· “απομακρυνθήτε από αυτού τώρα και εγώ θα ετοιμάσω τον μόσχον δια το ολοκαύτωμά μου”. Εκείνοι απεμακρύνθησαν ολίγον και απεχώρησαν από εκεί.
Γ Βασ. 18,30 καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς τὸν λαόν· προσαγάγετε πρός με· καὶ προσήγαγε πᾶς ὁ λαὸς πρὸς αὐτόν.
Γ Βασ. 18,30 Είπε τότε ο Ηλιού προς τον λαόν· “πλησιάσατε εδώ κοντά μου”. Και όλος ο λαός επλησίασε προς αυτόν.
Γ Βασ. 18,31 καὶ ἔλαβεν Ἠλιοὺ δώδεκα λίθους κατὰ ἀριθμὸν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, ὡς ἐλάλησε Κύριος πρὸς αὐτὸν λέγων· Ἰσραὴλ ἔσται τὸ ὄνομά σου.
Γ Βασ. 18,31 Επήρεν ο Ηλιού δώδεκα λίθους, κατά τον αριθμόν των φυλών του Ισραήλ, όπως είχεν ομιλήσει ο Κυριος τότε προς τον Ιακώβ λέγων· “Ισραήλ θα είναι πλέον το όνομά σου”.
Γ Βασ. 18,32 καὶ ᾠκοδόμησε τοὺς λίθους ἐν ὀνόματι Κυρίου καὶ ἰάσατο τὸ θυσιαστήριον τὸ κατεσκαμμένον, καὶ ἐποίησε θάλασσαν χωροῦσαν δύο μετρητὰς σπέρματος κυκλόθεν τοῦ θυσιαστηρίου.
Γ Βασ. 18,32 Και έκτισε με τους λίθους αυτούς θυσιαστήριον επ' ονόματι του Κυρίου. Ξαναέκτισε δηλαδή και ανεκαίνισεν εκεί προηγούμενον θυσιαστήριον, το οποίον είχε καταστροφή. Εκαμεν επίσης γύρω από το θυσιαστήριον τούτο μεγάλο αυλάκι, που εχωρούσε δύο μετρητάς νερού (25 περίπου κιλά).
Γ Βασ. 18,33 καὶ ἐστοίβασε τὰς σχίδακας ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον, ὃ ἐποίησε, καὶ ἐμέλισε τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τὰς σχίδακας καὶ ἐστοίβασεν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ εἶπε· λάβετέ μοι τέσσαρας ὑδρίας ὕδατος καὶ ἐπιχέετε ἐπὶ τὸ ὁλοκαύτωμα καὶ ἐπὶ τὰς σχίδακας· καὶ ἐποίησαν οὕτως.
Γ Βασ. 18,33 Εστοίβασε τα σχισμένα ξύλα επάνω στο θυσιαστήριον αυτό, που είχε κάμει, ετεμάχισε το ολοκαύτωμα και έθεσε τα τεμάχια του ζώου επάνω εις τα ξύλα, που είχε στοιβάσει στο θυσιαστήριον, και είπε· “φέρετέ μου τέσσαρας υδρίας νερό και χύσατέ το επάνω στο ολοκαύτωμα και εις τα ξύλα”. Εκείνοι δε έκαμαν, όπως τους είπεν.
Γ Βασ. 18,34 καὶ εἶπε· δευτερώσατε· καὶ ἐδευτέρωσαν. καὶ εἶπε· τρισσώσατε· καὶ ἐτρίσσευσαν.
Γ Βασ. 18,34 Ο Ηλίας είπε· “κάμετε το ίδιο δια δευτέραν φοράν”. Και δια δευτέραν φοράν έρριψαν νερό. Είπε πάλιν· “δια τρίτην φοράν το ίδιο”. Και εκείνοι έχυσαν νερό δια τρίτην φοράν.
Γ Βασ. 18,35 καὶ διεπορεύετο τὸ ὕδωρ κύκλῳ τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ τὴν θάλασσαν ἔπλησαν ὕδατος.
Γ Βασ. 18,35 Το νερό, που εχύθη, έτρεχεν ολόγυρα από το θυσιαστήριον και εγέμισε το αύυάκι νερό.
Γ Βασ. 18,36 καὶ ἀνεβόησεν Ἠλιοὺ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰσραήλ, ἐπάκουσόν μου, Κύριε, ἐπάκουσόν μου σήμερον ἐν πυρί, καὶ γνώτωσαν πᾶς ὁ λαὸς οὗτος ὅτι σὺ εἶ Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ καὶ ἐγὼ δοῦλός σου καὶ διὰ σὲ πεποίηκα τὰ ἔργα ταῦτα.
Γ Βασ. 18,36 Ο Ηλίας προσηυχήθη με μεγάλην κραυγήν στον ουρανόν και είπε· “Κυριε, ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ισραήλ, άκουσε την προσευχήν μου. Κυριε, άκουσε σήμερον την προσευχήν μου και στείλε πυρ επάνω στο θυσιαστήριον αυτό, δια να γνωρίση όλος αυτός ο ισραηλιτικός λαός, ότι συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός του Ισραήλ, εγώ σε είμαι δούλος σου και προς δόξαν του αγίου Ονόματός σου και κατόπιν ιδικής σου εντολής έκαμα αυτά τα έργα.
Γ Βασ. 18,37 ἐπάκουσόν μου, Κύριε, ἐπάκουσόν μου ἐν πυρί, καὶ γνώτω ὁ λαὸς οὗτος, ὅτι σὺ εἶ Κύριος ὁ Θεὸς καὶ σὺ ἔστρεψας τὴν καρδίαν τοῦ λαοῦ τούτου ὀπίσω.
Γ Βασ. 18,37 Επάκουσόν μου, Κυριε, επάκουσόν μου αποστέλλων πυρ και ας μάθη όλος ο λαός αυτός, ότι συ είσαι ο αληθινός Κυριος και Θεός και συ μετέστρεψες την καρδίαν του λαού αυτού, ώστε να σε ακολουθή”.
Γ Βασ. 18,38 καὶ ἔπεσε πῦρ παρὰ Κυρίου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς σχίδακας καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ἐν τῇ θαλάσσῃ, καὶ τοὺς λίθους καὶ τὸν χοῦν ἐξέλειξε τὸ πῦρ.
Γ Βασ. 18,38 Επεσε δε τότε πυρ από τον ουρανόν παρά Κυρίου, το οποίον κατέφαγε τα τεμάχια του προς ολοκαύτωσιν ζώου, τα ξύλα και το ύδωρ, που ευρίσκετο εις την αύλακα. Ακόμη δε κατέφαγε και τους λίθους, έγλειψε δε και αυτό το χώμα.
Γ Βασ. 18,39 καὶ ἔπεσε πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ εἶπον· ἀληθῶς Κύριος ὁ Θεός, αὐτὸς ὁ Θεός.
Γ Βασ. 18,39 Ολος ο λαός, όταν είδε το καταπληκτικόν θαύμα, έπεσεν στο έδαφος, προσεκύνησαν τον Θεόν και είπαν· “ο Κυριος και ο Θεός μας, αυτός είναι ο πραγματικός Θεός”.
Γ Βασ. 18,40 καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ πρὸς τὸν λαόν· συλλάβετε τοὺς προφήτας τοῦ Βάαλ, μηδεὶς σωθήτω ἐξ αὐτῶν· καὶ συνέλαβον αὐτούς, καὶ κατάγει αὐτοὺς Ἠλιοὺ εἰς τὸν χειμάῤῥουν Κισσῶν καὶ ἔσφαξεν αὐτοὺς ἐκεῖ.
Γ Βασ. 18,40 Είπε δε τότε ο Ηλιού προς τον λαόν· “συλλάβετε τους ιερείς του Βααλ. Κανείς από αυτούς δεν πρέπει να διασωθή”. Οι άνδρες συνέλαβαν τους ιερείς, ο δε Ηλίας τους κατεβίβασεν στον χείμαρρον Κισσών, όπου και τους έσφαξεν.
Γ Βασ. 18,41 Καὶ εἶπεν Ἠλιοὺ τῷ Ἀχαάβ· ἀνάβηθι καὶ φάγε καὶ πίε, ὅτι φωνὴ τῶν ποδῶν τοῦ ὑετοῦ.
Γ Βασ. 18,41 Είπε κατόπιν ο Ηλίας προς τον Αχαάβ· “σήκω, φάγε και πίε, διότι ακούεται ο θόρυβος της ερχομένης βροχής, σαν πόδια πεζοπορούντων”.
Γ Βασ. 18,42 καὶ ἀνέβη Ἀχαὰβ τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν, καὶ Ἠλιοὺ ἀνέβη ἐπὶ τὸν Κάρμηλον καὶ ἔκυψεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔθηκε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀνὰ μέσον τῶν γονάτων αὐτοῦ.
Γ Βασ. 18,42 Ο Αχαάβ ανέβη εις κάποιο εκεί ύψωμα, δια να φάγη και να πιή. Ο δε Ηλιού ανέβη εις μίαν κορυφήν του Καρμήλου, έσκυψεν εις την γην, έθεσε το πρόσωπόν του ανάμεσα εις τα γόνατά του και προσηύχετο.
Γ Βασ. 18,43 καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ αὐτοῦ· ἀνάβηθι καὶ ἐπίβλεψον ὁδὸν τῆς θαλάσσης. καὶ ἐπέβλεψεν τὸ παιδάριον καὶ εἶπεν· οὐκ ἔστιν οὐθέν. καὶ εἶπεν Ἠλιού· καὶ σὺ ἐπίστρεψον ἑπτάκις·
Γ Βασ. 18,43 Κατόπιν ο Ηλιού είπεν στον υπηρέτην του· “ανέβα εις ένα ύψωμα και στρέψε τα βλέμματά σου προς δυσμάς, προς το μέρος της θαλάσσης”. Ο υπηρέτης ανέβη πράγματι, εγύρισε το βλέμμα του προς την θάλασσαν και είπε· “δεν υπάρχει τίποτε”. Ο Ηλίας του απήντησε· “πήγαινε και έλα επτά φοράς”.
Γ Βασ. 18,44 καὶ ἐπέστρεψε τὸ παιδάριον ἑπτάκις. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑβδόμῳ καὶ ἰδοὺ νεφέλη μικρὰ ὡς ἴχνος ἀνδρὸς ἀνάγουσα ὕδωρ· καὶ εἶπεν· ἀνάβηθι καὶ εἶπον τῷ Ἀχαάβ· ζεῦξον τὸ ἅρμα σου καὶ κατάβηθι, μὴ καταλάβῃ σε ὁ ὑετός.
Γ Βασ. 18,44 Ο υπηρέτης επήγε και ήλθεν επτά φοράς. Κατά δε την εβδόμην φοράν, ιδού εφάνη μία μικρά νεφέλη, το μέγεθος της οποίας ήτο σαν το ίχνος που αφήνει το πάτημα ανδρός και αυτή προεμήνυε βροχήν. Ο Ηλίας είπε τότε στον υπηρέτην του· “πήγαινε και ειπέ στον Αχαάβ· Ζεύξε το άρμα σου και κατέβα, μήπως σε προλάβη η βροχή στον δρόμον”.
Γ Βασ. 18,45 καὶ ἐγένετο ἕως ὧδε καὶ ὧδε καὶ ὁ οὐρανὸς συνεσκότασε νεφέλαις καὶ πνεύματι, καὶ ἐγένετο ὑετὸς μέγας· καὶ ἔκλαιε καὶ ἐπορεύετο Ἀχαὰβ ἕως Ἰεζράελ.
Γ Βασ. 18,45 Δεν επέρασε πολλή ώρα και ο ουρανός εσκοτείνιασεν από τα πολλά νέφη, που έφερεν ο άνεμος. Και αμέσως έπιασε μεγάλη βροχή. Ο δε Αχαάβ επορεύετο κλαίων προς την πόλιν του Ιεζράελ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου