Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Σταυρόν γαρ υπομείνας δι' ημάς, θανάτω, θάνατον ώλεσεν.

Ακούσαμε το πρωί, στον Όρθρο, αμέσως μετά το εωθινό (αναστάσιμο) ευαγγέλιο: 

Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι,
προσκυνήσομεν Άγιον, Κύριον,
Ιησούν
τον μόνον αναμάρτητον.

Τον Σταυρόν Σου Χριστέ προσκυνούμεν
και την Αγίαν σου Ανάστασην
υμνούμεν και δοξάζωμεν
Συ γαρ ει ο Θεός ημών,
εκτός Σου άλλον ουκ οίδαμεν,
το όνομά Σου ονομάζομεν.

Δεύτε, πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν
την του Χριστού Αγίαν Ανάστασην.
Ιδού γαρ ήλθε δια του Σταυρού
χαρά εν όλω τω κόσμω.

Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον,
υμνούμεν την Ανάστασην Αυτού.
Σταυρόν γαρ υπομείνας δι' ημάς,
θανάτω, θάνατον ώλεσεν.

Στο δε ευαγγέλιο στη θ. λειτουργία, ακούσαμε την παραβολή του ασώτου υιού.

3 σχόλια:

  1. Θυμήθηκα ότι τον ύμνο αυτό («Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι»), τον έλεγα το Πάσχα, κάθε πρωί στην προσευχή στο πλοίο «Ναυκρατούσα» (γιγαντιαίο αποβατικό), το 1968, όταν πρωτο-υπηρετούσα τη θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό.

    [Αυτά το πρώτο Πάσχα. Έκανα Πάσχα και άλλες δυο φόρες εκεί, αλλά έτρεχα στον μητροπολιτικό ναό της Αθήνας, το βράδυ της Ανάστασης, συμμετέχοντας στο τιμητικό άγημα, και στην επιστροφή στο ναύσταθμο Σαλαμίνας, ούτε φαγητό δεν βρίσκαμε!]

    Σχετικά δε με την προσευχή που σας έλεγα, είχε γούστο το ότι επειδή είναι κάπως μεγάλο το κείμενο, και έχει αυτά τα στιχάκια, και έχει κι αυτόν τον τρόπο εκφοράς, οι συνάδελφοι ναυτικοί εκεί στο πλοίο (μπροστά στο κατάστρωμα στη πλώρη) νόμιζαν ότι τέλειωνε κάθε φορά σε κάθε στοίχο...

    ...Και ετοιμάζονταν κάθε φορά να κάνουν το σταυρό τους, αλλά σταματούσε το χέρι τους στον αέρα, και ξανά πάλι, μέχρι και την τρίτη φορά που πράγματι είχε ολοκληρωθεί η προσευχή, τότε που έλεγα (αντί για το «δι ευχών») το «Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου καθώς προείπεν, έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και το μέγα έλεος».

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ακούσαμε βέβαια την παραβολή του ασώτου υιού, του νεώτερου υιού, που κατασπατάλησε την "ουσίαν" και αφού μετανόησε επέστρεψε στην αγκαλιά του Πατέρα.

    Τίποτε όμως δεν ακούσαμε και δεν ακούμε, για τον πρεσβύτερο υιό, που ανέκαθεν ήταν με τον Πατέρα και τον διακονούσε και δεν ασώτεψε και δεν σπατάλησεε την "ουσία", αλλά που οργίστηκε, που ο Πατέρας άνοιξε την αγκαλιά του στον άσωτο.

    Μήπως, ο πρεσβύτερος, που διακονούσε τον Πατέρα, που ήταν στο θυσιαστήριο με τον Πατέρα, προσδοκούσε να τον έχει και στο "τσεπάκι" (τον Πατέρα) και θεωρούσε, ότι θα έπρεπε ο Πατέρας να του πάρει την άδεια, για να συγχωρέσει τον άσωτο;

    Μήπως, ο πρεσβύτερος θεωρούσε τον εαυτό του ήδη σωσμένο, μόνο και μόνο επειδή διακονούσε τον Πατέρα και όλους τους άλλους αμαρτωλούς, απόβλητους και προορισμένους μόνο για τη "γέενα";

    Μήπως έχουμε και σήμερα τέτοια φαινόμενα προσώπων διακονούντων τον Πατέρα, οι οποίοι ονειρεύονται, ότι μπορούν ακόμη και να τον κουμαντάρουν;

    ΙΚ

    ΑπάντησηΔιαγραφή