Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

«Ήταν φώτα, χίλια φώτα, μα δεν ήτανε το Φως!»

Ζητώντας το φως
-Νυχτωμένοι στρατοκόποι,
στα σκοτάδια που γυρνάτε,
σαν τι να ’ναι που ζητάτε;
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι
μεσ’ στο σκοτεινό στρατί
τ’ ανηφορικό, γιατί;
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
Να! Σε λίγο αρχίζ’ η μπόρα:
Σύγνεφα, βροντή, καπνός.
Και το λιγοστό αστροφώς
που σιγοφέγγει τώρα
όπου ναν’ κι αυτό θα σβύσει.
Και σεις τρέχετε, γυρνάτε,
λες και βιάζεστε να πάτε
σε νυκτερινό μεθύσι.
Τόσος δρόμος, τόσοι κόποι!
σαν τι να ’ναι που ζητάτε
στα σκοτάδια που γυρνάτε,
νυχτωμένοι στρατοκόποι;
-Τι ζητάμε; Φως, διαβάτη;
Είν’ ο πόθος ο βαθύς
κάθε ανθρώπινης ψυχής.
Σαν ποιο ναν’ το μονοπάτι,
που στο Φως θε να μας φέρει;
Αχ! κανείς μας δεν το ξέρει.
Φως ζητάμε, Φως διαβάτη.
Πήραμ’ ένα γιδοστράτι
Και χαθήκαμε στα σκότη,
απ’ την πρώτη μας τη νιότη,
και ζητάμε κι όλο πάμε
κι όσο πάμε και ζητάμε.
Πόσα χρόνια πάνε τώρα;
Χίλια; Δυό χιλιάδες; Τρεις;
Μέτρησέ μας τα αν μπορείς.
Με την ίδια πάντα φόρα,
Στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς,
τριγυρνάμε σαν αλήτες,
νυχτωμένοι, παρωρίτες,
και γυρεύουμε το Φως.
Πήγαμε στη Βαβυλώνα,
στο Θιβέτ, στην Καρχηδόνα,
στης Αιγύπτου τις ερμιές.
Μας εμάθαν όλοι οι δρόμοι
κι όλες οι νεροσυρμές
ως την Κίνα κι ως τη Ρώμη.
Τίποτα! Νεκρές ελπίδες!
Δεν ευρήκαμε παρά
λιγοστές χλωμές ακτίδες.
Φως ζητάμε, Φως, διαβάτη.
Ξαναπαίρνουμε φτερά
και πετάμε νύχτα - μέρα
απ’ τον Νείλο στον Ευφράτη
κι ως τις θάλασσες κι ως πέρα.
Τρέξαμε στο Καπιτώλιο
και στον βράχο τον αιώνιο,
κι ανεβήκαμε κι αυτές
του Ολύμπου τις κορφές.
Μα και δω η χαρά σαν πρώτα
σβύστηκε σαν λευκαφρός:
Ήταν φώτα, χίλια φώτα
μα δεν ήτανε το Φως...
Και κινήσαμε και πάλι
Και ριχτήκαμε ξανά
στα λαγκάδια, στα βουνά,
στα σκοτάδια και στην πάλη.
Και γυρνάμε σαν αλήτες,
νυχτωμένοι παρωρίτες
στο σκοτάδι, στ’ αστροφώς.
Αχ! πονόψυχε διαβάτη,
πες εσύ, ποιο μονοπάτι,
θα μας φέρει προς το Φως;
-Κουρασμένοι στρατοκόποι,
που σας είδαν τόσοι τόποι,
που σας θόλωσαν το μάτι
καταιγίδα, ανεμοζάλη,
δίψα, θλίψη, φόβος, μπόρα,
πάρτε και το μονοπάτι
το φτωχό, που θα σας βγάλει
προς της Βηθλεέμ τη χώρα.
Είν’ το ίδιο το στρατί
το ματόβρεχτο που φθάνει
στο μαρτυρικό στεφάνι
κι ως το Γολγοθά κρατεί.
Ακολουθάτε το, ακολουθάτε:
Απ’ τη Φάτνη ως το Σταυρό
μπόρεσα και γω να βρω
τ’ άυλο Φως π’ αναζητάτε.
Γεώργιος Βερίτης (ή Αλέξανδρος Γκιάλας)

stavroula:
Ti mou 8umhse auto to poihma!!!
To eixame apageilei se mia ap tis e3ormhseis mas, ws
xaroumenes agwnhstries se kapoia nosokomia!
Arxes 10etias 80! Omorfes anamnhseis, idiaitera otan 8umamai
ta proswpa polwn nosuleuomenwn!
Na' ste kala.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ:
Και σ’ έμενα, παρόμοιες αναμνήσεις ξυπνά το ποίημα αυτό το οποίο και τραγουδούσα στα νιάτα μου, ακούγοντας την σχετική κασέτα της χορωδίας των «Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων», διότι τότε (δεκαετία του ’70) είχαν κιόλας μελοποιηθεί οι στοίχοι αυτοί του Βερίτη.

2 σχόλια:

  1. perasmena megalia,
    ke thimondastan na kles, i na les.

    ti orea palia, ke timimena hronia???????

    AH pou ine afta ta hronia????
    den nomizo na ksanagirisoun pali,.
    ellinida

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι είναι αυτά που ακούω κ. Ευγενία μας;

    Ποια παλιά χρόνια;

    Ήταν τα νέα χρόνια της νιότης μας, "νέα και ωραία" χρόνια από τότε που γνωρίσαμε πιστέψαμε και αγαπήσαμε τον Ιησού Χριστό μας!

    Έτσι δεν είναι;

    Αν ναι, και αν έχουμε την ίδια - αμείωτη - αυτή νεανική αγάπη για τον Σωτήρα μας, τον Λυτρωτή μας, τότε ζούμε πάντα (και τώρα) μια ατέρμονη νεότητα κοντά του…

    Τίποτε δεν έχει αλλάξει, τίποτε δεν έχει παλιώσει… Ούτε η πρώτη μας αγάπη για Εκείνον ούτε και εμείς οι ίδιοι!

    Συμφωνείτε;

    Εγώ το πιστεύω αυτό (όχι μόνο για μένα, αλλά και) για εσάς…

    Άλλωστε, θυμάμαι τη φωνή σας (πρόσφατα, πριν λίγα χρόνια) στο τηλέφωνο από το Τορόντο του Καναδά, πόσο νεανική ήταν, το ίδιο (και καλλίφωνη μάλιστα), και, στα ηχητικά εκείνα ηλεκτρονικά σας μηνύματα που μου στέλνατε με τραγούδια σας σαν αυτά της ανωτέρω ανάρτησης εδώ στο ιστολόγιο αυτό…

    Αυτά!

    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή